- κατάφυτοι
- κατάφυτοςfull of plantsmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πίσος — (I) και πισός, ὁ, Α το φυτό πίσο. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. (πρβλ. λατ. pisum]. (II) ίσεος, τὸ, Α (επικ. τ.) (μόνο στον πληθ.) τὰ πίσεα κάθυγροι τόποι, τόποι ελώδεις και κατάφυτοι, λιβάδια («αἵ τ ἄλσεα καλά νέμονται... καὶ πίσεα ποιήεντα», Ομ. Ιλ.).… … Dictionary of Greek
Ζάκυνθος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Πατέρας του ήταν ο Δάρδανος, γιος του Δία και της Ηλέκτρας. Ο Ζ. έφυγε από τη Φρυγία, όπου είχε καταφύγει ο πατέρας του ο οποίος παντρεύτηκε την κόρη του Τεύτρου, βασιλιά της χώρας. Από εκεί πήγε στην Αρκαδία και, αφού… … Dictionary of Greek
Μπερκσάιρ, λόφοι — (Berkshire Hills). Λόφοι των Απαλαχίων των ΗΠΑ. Με το όνομα αυτό αναφέρονται διάφοροι λόφοι και σε άλλες περιοχές. Οι λόφοι αυτοί είναι κατάφυτοι με δασικά δέντρα και έχουν στο ενδιάμεσο τους πολυάριθμες μικρές λίμνες. Πολλοί από αυτούς έχουν… … Dictionary of Greek